ἱππαρχεῖν

ἱππαρχεῖν
ἱππαρχέω
to be
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιππαρχώ — ἱππαρχῶ, έω (Α) [ίππαρχος) 1. (μτβ. και αμτβ.) είμαι ίππαρχος, διοικώ ιππικό 2. παθ. ίππαρχοῡμαι, έομαι υπηρετώ υπό τις διαταγές ιππάρχου («ἱππαρχεῑν ἱππαρχηθέντα, στρατηγεῑν στρατηγηθέντα καὶι ταξιαρχήσαντα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”